σιτίζω — σιτίζω, σίτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σιτίζω — σῑτίζω , σιτίζω feed pres subj act 1st sg σῑτίζω , σιτίζω feed pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτίζω — σίτισα, σιτίστηκα, διατρέφω: Οι φοιτητές που σιτίζονται στη Λέσχη διαμαρτυρήθηκαν για την ποιότητα του φαγητού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιτίζῃ — σῑτίζῃ , σιτίζω feed pres subj mp 2nd sg σῑτίζῃ , σιτίζω feed pres ind mp 2nd sg σῑτίζῃ , σιτίζω feed pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτίσει — σίτισις fem nom/voc/acc dual (attic epic) σιτίσεϊ , σίτισις fem dat sg (epic) σίτισις fem dat sg (attic ionic) σῑτίσει , σιτίζω feed aor subj act 3rd sg (epic) σῑτίσει , σιτίζω feed fut ind mid 2nd sg σῑτίσει , σιτίζω feed fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτίσῃ — σιτίσηι , σίτισις fem dat sg (epic) σῑτίσῃ , σιτίζω feed aor subj mid 2nd sg σῑτίσῃ , σιτίζω feed aor subj act 3rd sg σῑτίσῃ , σιτίζω feed fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσιτίζω — Α [σιτίζω] σιτίζω, τρέφω εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
σιτιζόμεθα — σῑτιζόμεθα , σιτίζω feed pres ind mp 1st pl σῑτιζόμεθα , σιτίζω feed imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτιζόμενον — σῑτιζόμενον , σιτίζω feed pres part mp masc acc sg σῑτιζόμενον , σιτίζω feed pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτιζόντων — σῑτιζόντων , σιτίζω feed pres part act masc/neut gen pl σῑτιζόντων , σιτίζω feed pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)